χαριτολόγημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαριτολόγημα τα χαριτολογήματα
      γενική του χαριτολογήματος των χαριτολογημάτων
    αιτιατική το χαριτολόγημα τα χαριτολογήματα
     κλητική χαριτολόγημα χαριτολογήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαριτολόγημα < χαριτολογώ + -μα

Ουσιαστικό

χαριτολόγημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.