χανιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χανιώτικος | η | χανιώτικη | το | χανιώτικο |
| γενική | του | χανιώτικου | της | χανιώτικης | του | χανιώτικου |
| αιτιατική | τον | χανιώτικο | τη | χανιώτικη | το | χανιώτικο |
| κλητική | χανιώτικε | χανιώτικη | χανιώτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χανιώτικοι | οι | χανιώτικες | τα | χανιώτικα |
| γενική | των | χανιώτικων | των | χανιώτικων | των | χανιώτικων |
| αιτιατική | τους | χανιώτικους | τις | χανιώτικες | τα | χανιώτικα |
| κλητική | χανιώτικοι | χανιώτικες | χανιώτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
χανιώτικος
- που σχετίζεται με την πόλη των Χανίων ή με τον κάτοικό της, που προέρχεται από τα Χανιά
- χανιώτικο μπουρέκι ζεστό
Μεταφράσεις
χανιώτικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.