χαν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χαν < (άμεσο δάνειο) τουρκική han < περσική خان (khan) < μογγολική хаан (παλαιά τουρκικά:
, kaγan)
Ουσιαστικό
χαν αρσενικό άκλιτο
- τίτλος πολιτικής ή στρατιωτικής εξουσίας που προήλθε αρχικά από την κεντρική Ασία. Σήμερα έχει αποκτήσει πολλά ισοδύναμα νοήματα όπως διοικητής, αρχηγός ή κυβερνήτης
- → και δείτε τη λέξη Χαν
Συνώνυμα
-
χαν στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.