χαγάνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαγάνος | οι | χαγάνοι |
| γενική | του | χαγάνου | των | χαγάνων |
| αιτιατική | τον | χαγάνο | τους | χαγάνους |
| κλητική | χαγάνε | χαγάνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαγάνος < (άμεσο δάνειο) τουρκική kağan < περσική خان (khan) < μογγολική хаан (παλαιά τουρκικά:
, kaγan)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χαν
-
χαν στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
χαγάνος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.