Χαν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Χαν < → δείτε τη λέξη χαν
Κύριο όνομα
Χαν άκλιτο
- (εθνωνύμιο) ονομασία της βασικότερης κινεζικής εθνικής ομάδας (περίπου του 90% του πληθυσμού της Κίνας)
- ↪ ο λαός των Χαν
- (ιστορία) ονομασία της κινεζικής δυναστείας Χαν που διατήρησε την εξουσία επί 400 χρόνια, περίπου από το 200 π.Χ. μέχρι το 200 μ.Χ.
- τίτλος ηγεμόνων της Ασίας, ευρύτερα γνωστός στη Δύση το Μεσαίωνα (απόδοση στα ελληνικά: χάνος)
- μέρος θρησκευτικού τίτλου των μουσουλμάνων στη φράση «Αγά Χαν» (δεν είναι ονοματεπώνυμο)
- (γραφές) σύστημα γραφής με λογογραφικούς χαρακτήρες που χρησιμοποιείται σε γλώσσες όπως τα κινεζικά, τα ιαπωνικά, τα κορεατικά
- Κατηγορία:Χαρακτήρες Χαν
- ονομασία ασιατικών ποταμών
Μεταφράσεις
Χαν
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.