χαγανάτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαγανάτο | τα | χαγανάτα |
| γενική | του | χαγανάτου | των | χαγανάτων |
| αιτιατική | το | χαγανάτο | τα | χαγανάτα |
| κλητική | χαγανάτο | χαγανάτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαγανάτο < χαγάν(ος) + -άτο
Ουσιαστικό
χαγανάτο ουδέτερο
- περιοχή στην οποία είχε εξουσία ο χαγάνος
- Ως χαγανάτο των Ρως αναφέρεται στη σύγχρονη ιστοριογραφία μία κοινοπολιτεία πόλεων-κρατών που απλωνόταν στα εδάφη της σημερινής βορειοδυτικής Ρωσίας για μερικές δεκαετίες του 8ου και το μεγαλύτερο μέρος του 9ου αιώνα μ.Χ. (Χαγανάτο των Ρως)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χαν
Μεταφράσεις
χαγανάτο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.