χανάτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χανάτο τα χανάτα
      γενική του χανάτου των χανάτων
    αιτιατική το χανάτο τα χανάτα
     κλητική χανάτο χανάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χανάτο < χαν + -άτο

Ουσιαστικό

χανάτο ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη χαν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.