χαμούλης

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)


Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαμούλης οι χαμούληδες
      γενική του χαμούλη των χαμούληδων
    αιτιατική τον χαμούλη τους χαμούληδες
     κλητική χαμούλη χαμούληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαμούλης< χαμ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης

Ουσιαστικό

χαμούλης αρσενικό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χαμός

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.