χαμάμ
Νέα ελληνικά (el)

Το εσωτερικό ενός χαμάμ
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /xaˈmam/
Ουσιαστικό
χαμάμ ουδέτερο άκλιτο
- κτήριο με θερμά λουτρά και (κατ’ επέκταση) το σωματικό πλύσιμο σ’ αυτά
- (μεταφορικά) κάθε κτήριο ή δωμάτιο με υπερβολική ζέστη
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.