χαμάμ

Νέα ελληνικά (el)

Το εσωτερικό ενός χαμάμ

Ετυμολογία

χαμάμ < (άμεσο δάνειο) τουρκική hamam < αραβική حمّام (ḥammām: ζεστό νερό, χαμάμ) < ρίζα ح م م ‎(ḥ-m-m: ζεστός)

Προφορά

ΔΦΑ : /xaˈmam/

Ουσιαστικό

χαμάμ ουδέτερο άκλιτο

  1. κτήριο με θερμά λουτρά και (κατ’ επέκταση) το σωματικό πλύσιμο σ’ αυτά
  2. (μεταφορικά) κάθε κτήριο ή δωμάτιο με υπερβολική ζέστη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.