حمام
Αραβικά
(ar)
Ετυμολογία
حمام
<
ρίζα
ح م م (ḥ-m-m:
ζεστός
)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ḥammām
/
Ουσιαστικό
حمام
(ar)
αρσενικό
(
πληθυντικός
حَمَّامَات: ḥammāmāt)
χαμάμ
λουτρό
,
μπάνιο
στέρνα
πισίνα
Αλλόγλωσσα παράγωγα
τουρκικά
:
hamam
νέα ελληνική
:
χαμάμ
αγγλικά
:
hammam
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.