βαλανείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαλανείο τα βαλανεία
      γενική του βαλανείου των βαλανείων
    αιτιατική το βαλανείο τα βαλανεία
     κλητική βαλανείο βαλανεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαλανείο < αρχαία ελληνική βαλανεῖον

Ουσιαστικό

βαλανείο ουδέτερο

  • (λόγιο) (αρχαιολογία) χώρος λουτρών
    Γιατί το βαλανείο των ρωμαϊκών χρόνων, που βρίσκεται στο κέντρο του απαλλοτριωμένου οικοπέδου, δεν ήταν μόνο του. Συνδεόταν με ένα ευρύτερο οικοδόμημα, πιθανότατα μια πλούσια αγροτική έπαυλη, με ενσωματωμένες εγκαταστάσεις επεξεργασίας των αγροτικών προϊόντων της εύφορης περιοχής της σημερινής Ραφήνας. Οι λουτρικές εγκαταστάσεις, που ανήκουν σε μεγάλο οικοδομικό συγκρότημα με χώρους λουτρικού χαρακτήρα, χώρους με πλακόστρωτα δάπεδα, υπόγειο διάδρομο (cryptoporticus) και δεξαμενή, παρουσιάζουν τουλάχιστον 3 ή 4 οικοδομικές φάσεις. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.