χαμαμτζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαμαμτζής οι χαμαμτζήδες
      γενική του χαμαμτζή των χαμαμτζήδων
    αιτιατική τον χαμαμτζή τους χαμαμτζήδες
     κλητική χαμαμτζή χαμαμτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαμαμτζής < τουρκική hamamcı < hamam (χαμάμ)

Ουσιαστικό

χαμαμτζής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.