χαμαμτζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαμαμτζής | οι | χαμαμτζήδες |
| γενική | του | χαμαμτζή | των | χαμαμτζήδων |
| αιτιατική | τον | χαμαμτζή | τους | χαμαμτζήδες |
| κλητική | χαμαμτζή | χαμαμτζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.