χαλκοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλκοειδής η χαλκοειδής το χαλκοειδές
      γενική του χαλκοειδούς* της χαλκοειδούς του χαλκοειδούς
    αιτιατική τον χαλκοειδή τη χαλκοειδή το χαλκοειδές
     κλητική χαλκοειδή(ς) χαλκοειδής χαλκοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλκοειδείς οι χαλκοειδείς τα χαλκοειδή
      γενική των χαλκοειδών των χαλκοειδών των χαλκοειδών
    αιτιατική τους χαλκοειδείς τις χαλκοειδείς τα χαλκοειδή
     κλητική χαλκοειδείς χαλκοειδείς χαλκοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαλκοειδής < αρχαία ελληνική χαλκοειδής

Επίθετο

χαλκοειδής

Συνώνυμα

Ουσιαστικό

χαλκοειδής αρσενικό

  • γένος κολεόπτερων εντόμων που έχουν το χρώμα και τη λάμψη του χαλκού

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.