χαλκοπλάστης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαλκοπλάστης | οι | χαλκοπλάστες |
| γενική | του | χαλκοπλάστη | των | χαλκοπλαστών |
| αιτιατική | τον | χαλκοπλάστη | τους | χαλκοπλάστες |
| κλητική | χαλκοπλάστη | χαλκοπλάστες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαλκοπλάστης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
χαλκοπλάστης αρσενικό
- (επάγγελμα) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
χαλκοπλάστης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.