χαλκοπλαστική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαλκοπλαστική | οι | χαλκοπλαστικές |
| γενική | της | χαλκοπλαστικής | των | χαλκοπλαστικών |
| αιτιατική | τη | χαλκοπλαστική | τις | χαλκοπλαστικές |
| κλητική | χαλκοπλαστική | χαλκοπλαστικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαλκοπλαστική < + πλαστική • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
χαλκοπλαστική θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
χαλκοπλαστική
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
χαλκοπλαστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του χαλκοπλαστικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.