χαλκωρυχείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαλκωρυχείο τα χαλκωρυχεία
      γενική του χαλκωρυχείου των χαλκωρυχείων
    αιτιατική το χαλκωρυχείο τα χαλκωρυχεία
     κλητική χαλκωρυχείο χαλκωρυχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαλκωρυχείο < (ελληνιστική κοινή) χαλκωρυχεῖον < αρχαία ελληνική χαλκός + ὀρύσσω (το ω (χαλκωρυχείο) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)

Ουσιαστικό

χαλκωρυχείο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.