χαλκιδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαλκιδικός | η | χαλκιδική | το | χαλκιδικό |
| γενική | του | χαλκιδικού | της | χαλκιδικής | του | χαλκιδικού |
| αιτιατική | τον | χαλκιδικό | τη | χαλκιδική | το | χαλκιδικό |
| κλητική | χαλκιδικέ | χαλκιδική | χαλκιδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαλκιδικοί | οι | χαλκιδικές | τα | χαλκιδικά |
| γενική | των | χαλκιδικών | των | χαλκιδικών | των | χαλκιδικών |
| αιτιατική | τους | χαλκιδικούς | τις | χαλκιδικές | τα | χαλκιδικά |
| κλητική | χαλκιδικοί | χαλκιδικές | χαλκιδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαλκιδικός < αρχαία ελληνική Χαλκιδικός. Μορφολογικά αναλύεται σε Χαλκίδ(α) + -ικός.
Προφορά
- ΔΦΑ : /xal.ci.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαλ‐κι‐δι‐κός
Μεταφράσεις
χαλκιδικός
|
→ δείτε τη λέξη χαλκιδαίικος |
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Χαλκίδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.