Χαλκιδικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Χαλκιδικός | ἡ | Χαλκιδική | τὸ | Χαλκιδικόν |
| γενική | τοῦ | Χαλκιδικοῦ | τῆς | Χαλκιδικῆς | τοῦ | Χαλκιδικοῦ |
| δοτική | τῷ | Χαλκιδικῷ | τῇ | Χαλκιδικῇ | τῷ | Χαλκιδικῷ |
| αιτιατική | τὸν | Χαλκιδικόν | τὴν | Χαλκιδικήν | τὸ | Χαλκιδικόν |
| κλητική ὦ! | Χαλκιδικέ | Χαλκιδική | Χαλκιδικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | Χαλκιδικοί | αἱ | Χαλκιδικαί | τὰ | Χαλκιδικᾰ́ |
| γενική | τῶν | Χαλκιδικῶν | τῶν | Χαλκιδικῶν | τῶν | Χαλκιδικῶν |
| δοτική | τοῖς | Χαλκιδικοῖς | ταῖς | Χαλκιδικαῖς | τοῖς | Χαλκιδικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | Χαλκιδικούς | τὰς | Χαλκιδικᾱ́ς | τὰ | Χαλκιδικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | Χαλκιδικοί | Χαλκιδικαί | Χαλκιδικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Χαλκιδικώ | τὼ | Χαλκιδικᾱ́ | τὼ | Χαλκιδικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | Χαλκιδικοῖν | τοῖν | Χαλκιδικαῖν | τοῖν | Χαλκιδικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- Χαλκιδικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Χαλκιδικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.