περιττοδάκτυλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα περιττοδάκτυλα
      γενική των περιττοδάκτυλων
    αιτιατική τα περιττοδάκτυλα
     κλητική περιττοδάκτυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιττοδάκτυλα < ελληνιστική κοινή περιττοδάκτυλος[1] / περισσοδάκτυλος < αρχαία ελληνική περιττός + δάκτῠλος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική périssodactyles[2] ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική perissodactyla[2])

Ουσιαστικό

περιττοδάκτυλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

  1. περιττοδάκτυλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. περιττοδάκτυλα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.