χιλιάκις

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χιλιάκις < αρχαία ελληνική χιλιάκις

Επίρρημα

χιλιάκις

  1. (παρωχημένο) χίλιες φορές κυριολεκτικά
  2. πολλές φορές, σαν το εκατοντάκις και μυριάκις
    Του ζήτησα χιλιάκις να μην καθυστερεί τη διατροφή, αλλά εκτός από αναίσθητος, είναι και όντως απένταρος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.