χάχας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χάχας οι χάχες
      γενική του χάχα
    αιτιατική τον χάχα τους χάχες
     κλητική χάχα χάχες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χάχας < χα χα + (ηχομιμητική λέξη)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxa.xas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χάχας

Ουσιαστικό

χάχας αρσενικό

  1. που γελάει συχνά χωρίς λόγο
  2. (μεταφορικά) ανόητος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.