χάχας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χάχας | οι | χάχες |
| γενική | του | χάχα | — | |
| αιτιατική | τον | χάχα | τους | χάχες |
| κλητική | χάχα | χάχες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χάχας < χα χα + -ς (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxa.xas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐χας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.