χα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χα < (ηχομιμητική λέξη)

Επιφώνημα

χα

  1. ηχομιμητική λέξη που μιμείται το γέλιο (συνήθως επαναλαμβανόμενη)
     δείτε τη λέξη χα χα
  2. επιφώνημα με το οποίο εκφράζουμε σαρκασμό ή ειρωνεία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.