κακάμης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κακάμης | οι | κακάμηδες |
| γενική | του | κακάμη | των | κακάμηδων |
| αιτιατική | τον | κακάμη | τους | κακάμηδες |
| κλητική | κακάμη | κακάμηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κακάμης < (ηχομιμητική λέξη) κα κα (< χα χα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈka.mis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κά‐μης
- κακάμς
Συγγενικά
- κακανίζου
- κάκανου
Μεταφράσεις
κακάμης
|
Πηγές
- Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 115.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.