predicament

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
predicament
- παλιοκατάσταση, κακοτοπιά (εδώ όμως σημαίνει μόνο παλιοκατάσταση), χάλι, δύσκολη θέση, δύσκολη κατάσταση, μάπα φάση
- οι δυσκολίες της ζωής
- (φιλοσοφία), (αριστοτελισμός) συστημικό συστατικό-κατηγορία (προς εξέταση-αξιολόγηση) σύμφωνα με την αριστοτέλεια-αριστοτελική λογική

Συνώνυμα
- difficult situation
- dire straits
- doom and gloom
- plight
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.