predicament

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

predicament

  1. παλιοκατάσταση, κακοτοπιά (εδώ όμως σημαίνει μόνο παλιοκατάσταση), χάλι, δύσκολη θέση, δύσκολη κατάσταση, μάπα φάση
    • οι δυσκολίες της ζωής
  2. (φιλοσοφία), (αριστοτελισμός) συστημικό συστατικό-κατηγορία (προς εξέταση-αξιολόγηση) σύμφωνα με την αριστοτέλεια-αριστοτελική λογική

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.