φωτορυθμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωτορυθμικός η φωτορυθμική το φωτορυθμικό
      γενική του φωτορυθμικού της φωτορυθμικής του φωτορυθμικού
    αιτιατική τον φωτορυθμικό τη φωτορυθμική το φωτορυθμικό
     κλητική φωτορυθμικέ φωτορυθμική φωτορυθμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωτορυθμικοί οι φωτορυθμικές τα φωτορυθμικά
      γενική των φωτορυθμικών των φωτορυθμικών των φωτορυθμικών
    αιτιατική τους φωτορυθμικούς τις φωτορυθμικές τα φωτορυθμικά
     κλητική φωτορυθμικοί φωτορυθμικές φωτορυθμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φωτορυθμικός < φωτο- + ρυθμικός

Προφορά

ΔΦΑ : /fo.to.ɾi.θmiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φωτορυθμικός

Επίθετο

φωτορυθμικός, -ή, -ό[1]

  1. που η ένταση του φωτισμού και το χρώμα του διαφοροποιούνται καθώς αλλάζει ο ρυθμός της μουσικής
  2. (ουσιαστικοποιημένο) φωτορυθμικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.