φωτοδιαπερατός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωτοδιαπερατός η φωτοδιαπερατή το φωτοδιαπερατό
      γενική του φωτοδιαπερατού της φωτοδιαπερατής του φωτοδιαπερατού
    αιτιατική τον φωτοδιαπερατό τη φωτοδιαπερατή το φωτοδιαπερατό
     κλητική φωτοδιαπερατέ φωτοδιαπερατή φωτοδιαπερατό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωτοδιαπερατοί οι φωτοδιαπερατές τα φωτοδιαπερατά
      γενική των φωτοδιαπερατών των φωτοδιαπερατών των φωτοδιαπερατών
    αιτιατική τους φωτοδιαπερατούς τις φωτοδιαπερατές τα φωτοδιαπερατά
     κλητική φωτοδιαπερατοί φωτοδιαπερατές φωτοδιαπερατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φωτοδιαπερατός < φωτο- + διαπερατός

Επίθετο

φωτοδιαπερατός

  • (τεχνολογία) (νεολογισμός) για υλικό που το διαπερνά το φως

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.