translucent
Αγγλικά (en)
Επίθετο
translucent
(en)
ημιδιαφανής, φωτοδιαπερατός, που επιτρέπει στο φως να περνάει αλλά δεν διακρίνονται λεπτομέρειες μέσω αυτού
(πχ. ριζόχαρτο• τζάμι πόρτας τουαλέτας απλά για να βλέπουμε φως και κινούμενη φιγούρα)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.