shooting

Αγγλικά (en)

Ρηματικός τύπος

shooting (en)

  1. μετοχή ενεστώτα του ρήματος shoot

Ουσιαστικό

shooting (en)

  1. πυροβολισμός
  2. η σκοποβολή ή η βολή με πυροβόλο όπλο ως άθλημα ή ψυχαγωγία (άκλιτο)
  3. γύρισμα ταινίας, η κινηματογράφηση
     συνώνυμα: filming
  4. επαγγελματική φωτογράφιση
  5. βλαστάρι

Επίθετο

shooting (en)

  1. ξαφνικός, οξύς (π.χ. πόνος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.