shooting
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
shooting (en)
- πυροβολισμός
- η σκοποβολή ή η βολή με πυροβόλο όπλο ως άθλημα ή ψυχαγωγία (άκλιτο)
- γύρισμα ταινίας, η κινηματογράφηση
- επαγγελματική φωτογράφιση
- βλαστάρι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.