φωτογραφίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

φωτογραφίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φωτογραφίζω
  2. θα φωτογραφίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φωτογραφίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

φωτογραφίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φωτογράφιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.