φωτογραφίσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
φωτογραφίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φωτογραφίζω
- θα φωτογραφίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φωτογραφίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
φωτογραφίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φωτογράφιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.