φωσφορικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φωσφορικός | η | φωσφορική | το | φωσφορικό |
| γενική | του | φωσφορικού | της | φωσφορικής | του | φωσφορικού |
| αιτιατική | τον | φωσφορικό | τη | φωσφορική | το | φωσφορικό |
| κλητική | φωσφορικέ | φωσφορική | φωσφορικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φωσφορικοί | οι | φωσφορικές | τα | φωσφορικά |
| γενική | των | φωσφορικών | των | φωσφορικών | των | φωσφορικών |
| αιτιατική | τους | φωσφορικούς | τις | φωσφορικές | τα | φωσφορικά |
| κλητική | φωσφορικοί | φωσφορικές | φωσφορικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φωσφορικός < φωσφόρος + -ικός (για να αποδοθεί το γαλλικό phosphorique που προήλθε από την αρχαιότερη ελληνική λέξη φωσφόρος
Συγγενικά
- φωσφορούχος
- φωσφορώδης
- φωσφίδιο
- φωσφίνη
- φωσφοράνιο
Σύνθετα
- τριφωφοσφορικός
- πυροφωσφορικός
- μεταφωσφορικός (κυρίως στο ουδέτερο, για οξέα)
Μεταφράσεις
φωσφορικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.