φωσφίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωσφίνη οι φωσφίνες
      γενική της φωσφίνης των φωσφινών
    αιτιατική τη φωσφίνη τις φωσφίνες
     κλητική φωσφίνη φωσφίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωσφίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: phosphine < phosphorus + -ine < αρχαία ελληνική φωσφόρος < φῶς + φέρω

Ουσιαστικό

φωσφίνη θηλυκό

  • (χημεία) υδρίδιο του φωσφόρου, τοξικό αέριο με χημικό τύπος PH3
      Ίχνη τα οποία θα μπορούσαν να υποδεικνύουν την ύπαρξη ζωής ανακάλυψαν επιστήμονες στα νέφη της ατμόσφαιρας της Αφροδίτης. Σημειώνεται ότι δεν ανιχνεύτηκε καμία μορφή ζωής, παρά μόνο ίχνη της, σύμφωνα με την τρέχουσα επιστημονική γνώση. Για την ακρίβεια, οι επιστήμονες ανίχνευσαν μη αμελητέα ποσότητα της χημικής ένωσης φωσφίνη η οποία, σύμφωνα με τις τρέχουσες γνώσεις των επιστημόνων, δεν θα μπορούσε παρά να προέρχεται από ζωντανούς οργανισμούς, αφού δεν υπάρχει αβιοτικός τρόπος σύνθεσης της ένωσης —κάτι που σημαίνει ότι αυτή η ένωση υπάρχει μόνο όπου υπάρχουν βιολογικοί οργανισμοί. (εφ. Το Βήμα, 14/09/2020)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.