υδρίδιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υδρίδιο | τα | υδρίδια |
| γενική | του | υδριδίου & υδρίδιου |
των | υδριδίων |
| αιτιατική | το | υδρίδιο | τα | υδρίδια |
| κλητική | υδρίδιο | υδρίδια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υδρίδιο < υδρ(ογόνο) + -ίδιο
Ουσιαστικό
υδρίδιο ουδέτερο
- (χημεία): οποιαδήποτε δυαδική χημική ένωση του υδρογόνου με μέταλλα ή μεταλλοειδή εκτός των ευγενών αερίων
Συνώνυμα
Συγγενικά
- διϋδρίδιο
- τετραϋδρίδιο
Σημειώσεις
- γενικά τα υδρίδια λαμβάνουν ονομασία του χημικού στοιχείου με το οποίο συνδέεται το υδρογόνο με πρόθεμα "υδρο-", π.χ. υδρόθειο, ως υδροπαράγωγα λαμβάνουν σύνθετη ονομασία με κατάληξη "-άνιο", π.χ. βοράνιο, γαλλάνιο, κ.ά., ή "-ίνη" π.χ. αρσίνη, υδραζίνη, φωσφίνη κ.ά., τα δε υδρίδια αλογόνων ονομάζονται γενικά υδραλογόνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.