φωβισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φωβισμός | οι | φωβισμοί |
| γενική | του | φωβισμού | των | φωβισμών |
| αιτιατική | τον | φωβισμό | τους | φωβισμούς |
| κλητική | φωβισμέ | φωβισμοί | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φωβισμός αρσενικό
-
φωβισμός στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.