φωβισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωβισμός οι φωβισμοί
      γενική του φωβισμού των φωβισμών
    αιτιατική τον φωβισμό τους φωβισμούς
     κλητική φωβισμέ φωβισμοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωβισμός < fauvisme < fauve

Ουσιαστικό

φωβισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.