κοντράρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κοντράρω < κόντρ(α) + -άρω

Προφορά

ΔΦΑ : /konˈdɾa.ɾo/

Ρήμα

κοντράρω

(λαϊκότροπο) (προφορικό)
  1. έχω κόντρα με κάποιον, βρίσκομαι σε έντονη αντιπαράθεση μαζί του
  2. συναντώ ένα εμπόδιο και αλλάζω κατεύθυνση κίνησης

  • κοντραρίζω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.