φοβισμός

Νέα ελληνικά (el)

Ο Βαν Γκογκ ανήκε στους καλλιτέχνες φοβ, στο ρεύμα του φοβισμού ή φωβισμού
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φοβισμός οι φοβισμοί
      γενική του φοβισμού των φοβισμών
    αιτιατική τον φοβισμό τους φοβισμούς
     κλητική φοβισμέ φοβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φοβισμός < γαλλική fauvisme

Ουσιαστικό

φοβισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.