φοβισμός
Νέα ελληνικά (el)

Ο Βαν Γκογκ ανήκε στους καλλιτέχνες φοβ, στο ρεύμα του φοβισμού ή φωβισμού
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φοβισμός | οι | φοβισμοί |
| γενική | του | φοβισμού | των | φοβισμών |
| αιτιατική | τον | φοβισμό | τους | φοβισμούς |
| κλητική | φοβισμέ | φοβισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
φοβισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.