φυτός

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φυτός < φύω

Επίθετο

φυτός, ἡ φυτή, τό φυτόν

  1. που έχει βλαστήσει, φυτρώσει
  2. (μεταφορικά) αυτός που είναι έργο της φύσης, όχι ο τεχνητός, δίχως την παρέμβαση ανθρώπου
  3. πιθανόν ο ξύλινος


Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.