φυτάλμιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φυτάλμιος < φυτός

Επίθετο

ὁ, ἡ φυτάλμιος, τό φυτάλμιον (και φυτάλιμος)

  1. που περιθάλπει, φροντίζει πατρικά, που προσφέρει γενικά σιγουριά
    φυτάλμιοι γέροντες
    φιτάλμια λέκτρα (το συζυγικό κρεβάτι)
  2. προσωνυμία θεών, όπως του Ποσειδώνα και του Πλούτωνα
  3. εκ γενετής
    ἀλαῶν ὀμμάτων φυτάλμιος (εκ γενετής τυφλός)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.