φυσιοπαθολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυσιοπαθολογία οι φυσιοπαθολογίες
      γενική της φυσιοπαθολογίας των φυσιοπαθολογιών
    αιτιατική τη φυσιοπαθολογία τις φυσιοπαθολογίες
     κλητική φυσιοπαθολογία φυσιοπαθολογίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυσιοπαθολογία < φυσιο- + παθολογία

Ουσιαστικό

φυσιοπαθολογία θηλυκό

  1. η παθοφυσιολογία, η λειτουργία του οργανισμού όταν προσβάλλεται από κάποια νόσο, η παθολογική φυσιολογία
  2. η μελέτη και έρευνα των αλλαγών που παρατηρούνται στον οργανισμό όταν αυτός προσβάλλεται από κάποια νόσο ή όταν γενικά παρουσιάζει κάποια διαταραχή η φυσιολογική λειτουργία του

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.