φυσιοκρατία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυσιοκρατία οι φυσιοκρατίες
      γενική της φυσιοκρατίας των φυσιοκρατιών
    αιτιατική τη φυσιοκρατία τις φυσιοκρατίες
     κλητική φυσιοκρατία φυσιοκρατίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυσιοκρατία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική physiocratie, φυσιο- + -κρατία

Ουσιαστικό

φυσιοκρατία θηλυκό

  1. (οικονομία, πολιτική, ιστορία) οικονομική και πολιτική θεώρηση και νομική σχολή σκέψης που γεννήθηκε στη Γαλλία περί τα μέσα του 18ου, προδρομικό του οικονομικού φιλελευθερισμού, στη βάση της οποίας βρισκόταν η αντίληψη πως η μόνη πραγματικά παραγωγική δραστηριότητα είναι η γεωργία[1]
      […] την εποχή του Παπαρρηγοπούλου ο όρος «σοσιαλισμός» δεν είχε καθιερωθεί ακόμη στην Ευρώπη και γι' αυτό χρησιμοποιεί τον όρο «κοινωνισμός». Ο κοινωνισμός του Πλήθωνος λοιπόν αποτελεί για τον Παπαρρηγόπουλο ένα περίεργο πρωθύστερο ή προδρομικό φαινόμενο, το όποιο μάλιστα προσπαθεί να το συν­δέσει με τα ρεύματα της «φυσιοκρατίας» στην Ευρώπη
    Λίνος Μπενάκης, «Ο Πλήθων στην νεοελληνική σκέψη και έρευνα (1900-1975)», Διεθνής Επιστημονική Εταιρεία Πληθωνικών και Βυζαντινών Μελετών: τόμος Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου αφιερωμένου στον Πλήθωνα και την εποχή του, επιμέλεια: Λ. Μπενάκης & Χρήστος Μπαλόγλου. Αθήνα - Μυστράς, 2003, ISBN 960-87144-1-9), σ. 35
  2. (φιλοσοφία) η φιλοσοφική και ηθική προσέγγιση που δέχεται τη φύση και τη λειτουργία της ως τη μοναδική αρχή και οδηγό συμπεριφοράς[2]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Νίκος Θεοχαράκης, «Από τον μερκαντιλισμό στην κλασική πολιτική οικονομία (Φυσιοκράτες και άλλοι)» [Ιστορία οικονομικών θεωριών. Ενότητα 4], Αθήνα: ΕΚΠΑ - Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Στον ιστότοπο eclass.uoa.gr· πρόσβαση: 2021-06-25
  2. φυσιοκρατία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.