φυσιοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φυσιοκρατικός | η | φυσιοκρατική | το | φυσιοκρατικό |
| γενική | του | φυσιοκρατικού | της | φυσιοκρατικής | του | φυσιοκρατικού |
| αιτιατική | τον | φυσιοκρατικό | τη | φυσιοκρατική | το | φυσιοκρατικό |
| κλητική | φυσιοκρατικέ | φυσιοκρατική | φυσιοκρατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φυσιοκρατικοί | οι | φυσιοκρατικές | τα | φυσιοκρατικά |
| γενική | των | φυσιοκρατικών | των | φυσιοκρατικών | των | φυσιοκρατικών |
| αιτιατική | τους | φυσιοκρατικούς | τις | φυσιοκρατικές | τα | φυσιοκρατικά |
| κλητική | φυσιοκρατικοί | φυσιοκρατικές | φυσιοκρατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φυσιοκρατικός < φυσιοκρατία
Επίθετο
φυσιοκρατικός, ή, ό
- σχετικός με τη φυσιοκρατία
- Στη διάλεξή του ανέλυσε τη φυσιοκρατική ερμηνεία της χρεωκοπίας
- οπαδός της φυσιοκρατίας
- Είναι φυσιοκρατικός στις αντιλήψεις του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.