πρωθύστερο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πρωθύστερο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρωθύστερος
Ουσιαστικό
πρωθύστερο
- (σχήμα λόγου) αναφορά μιας έννοιας στην αρχή μιας φράσης, ενώ χρονολογικά και λογικά θα έπρεπε να ακολουθεί
- ↪ παράδειγμα: «ξεντύθη ο νιος, ξεσώστηκε και στο πηγάδι μπήκε», «γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν΄αλλάξεις;»
Μεταφράσεις
σχήμα πρωθύστερο
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πρωθύστερο
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του πρωθύστερος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πρωθύστερος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.