μερκαντιλισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μερκαντιλισμός οι μερκαντιλισμοί
      γενική του μερκαντιλισμού των μερκαντιλισμών
    αιτιατική τον μερκαντιλισμό τους μερκαντιλισμούς
     κλητική μερκαντιλισμέ μερκαντιλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μερκαντιλισμός < γαλλική mercantilisme

Ουσιαστικό

μερκαντιλισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.