φυσιογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φυσιογραφία | οι | φυσιογραφίες |
| γενική | της | φυσιογραφίας | των | φυσιογραφιών |
| αιτιατική | τη | φυσιογραφία | τις | φυσιογραφίες |
| κλητική | φυσιογραφία | φυσιογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φυσιογραφία θηλυκό
- κλάδος της γεωγραφίας ο οποίος εστιάζεται στα φυσικά χαρακτηριστικά ενός τόπου (όρη, πεδιάδες, ύδατα, πανίδα, χλωρίδα, κλίμα κ.λπ.)
Συνώνυμα
- φυσική γεωγραφία
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.