φυσιογραφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυσιογραφικός η φυσιογραφική το φυσιογραφικό
      γενική του φυσιογραφικού της φυσιογραφικής του φυσιογραφικού
    αιτιατική τον φυσιογραφικό τη φυσιογραφική το φυσιογραφικό
     κλητική φυσιογραφικέ φυσιογραφική φυσιογραφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυσιογραφικοί οι φυσιογραφικές τα φυσιογραφικά
      γενική των φυσιογραφικών των φυσιογραφικών των φυσιογραφικών
    αιτιατική τους φυσιογραφικούς τις φυσιογραφικές τα φυσιογραφικά
     κλητική φυσιογραφικοί φυσιογραφικές φυσιογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φυσιογραφικός < φυσιογραφία

Επίθετο

φυσιογραφικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.