φυσιογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | φυσιογράφος | οι | φυσιογράφοι |
| γενική | του/της | φυσιογράφου | των | φυσιογράφων |
| αιτιατική | τον/τη | φυσιογράφο | τους/τις | φυσιογράφους |
| κλητική | φυσιογράφε | φυσιογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φυσιογράφος < φυσιογραφ(ία) + -ος. φυσιο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
φυσιογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- ο γεωγράφος που ασχολείται με τη φυσική γεωγραφία ή τη φυσιογραφία
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.