φτωχοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φτωχοποίηση οι φτωχοποιήσεις
      γενική της φτωχοποίησης των φτωχοποιήσεων
    αιτιατική τη φτωχοποίηση τις φτωχοποιήσεις
     κλητική φτωχοποίηση φτωχοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φτωχοποίηση < φτωχοποιώ < φτωχός + ποιώ (φτωχ(ός) + -ο- + -ποίηση)

Προφορά

ΔΦΑ : /fto.xoˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτωχοποίηση

Ουσιαστικό

φτωχοποίηση θηλυκό

  • (νεολογισμός, οικονομία) η μεταβολή της οικονομικής κατάστασης προς το χειρότερο, η διαδικασία κατά την οποία κάποιος γίνεται φτωχός
      Βίαιη φτωχοποίηση των μισθωτών [...] επιβάλλει η τρόικα. (εφημ. Η Αυγή (Αθήνα), 5 Φεβρ. 2012)
     συνώνυμα: εξαθλίωση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.