ολόιδιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολόιδιος η ολόιδια το ολόιδιο
      γενική του ολόιδιου της ολόιδιας του ολόιδιου
    αιτιατική τον ολόιδιο την ολόιδια το ολόιδιο
     κλητική ολόιδιε ολόιδια ολόιδιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολόιδιοι οι ολόιδιες τα ολόιδια
      γενική των ολόιδιων των ολόιδιων των ολόιδιων
    αιτιατική τους ολόιδιους τις ολόιδιες τα ολόιδια
     κλητική ολόιδιοι ολόιδιες ολόιδια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ολόιδιος < ολο- + ίδιος

Επίθετο

ολόιδιος

  1. ο εντελώς όμοιος, που δεν παρουσιάζει διαφορές από κάποιον / κάτι
  2. που παρόλο το πέρασμα του χρόνου δεν έχει αλλάξει αλλά έχει παραμείνει ίδιος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.