φτιαστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φτιαστός η φτιαστή το φτιαστό
      γενική του φτιαστού της φτιαστής του φτιαστού
    αιτιατική τον φτιαστό τη φτιαστή το φτιαστό
     κλητική φτιαστέ φτιαστή φτιαστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φτιαστοί οι φτιαστές τα φτιαστά
      γενική των φτιαστών των φτιαστών των φτιαστών
    αιτιατική τους φτιαστούς τις φτιαστές τα φτιαστά
     κλητική φτιαστοί φτιαστές φτιαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φτιαστός < φτιάνω ή φτιαχτός

Επίθετο

φτιαστός

  1. τεχνητός,
  2. προσποιητός, στημένος επίτηδες για να πραπλανήσει, κατασκευασμένος, ψεύτικος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.