φτιαστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φτιαστός | η | φτιαστή | το | φτιαστό |
| γενική | του | φτιαστού | της | φτιαστής | του | φτιαστού |
| αιτιατική | τον | φτιαστό | τη | φτιαστή | το | φτιαστό |
| κλητική | φτιαστέ | φτιαστή | φτιαστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φτιαστοί | οι | φτιαστές | τα | φτιαστά |
| γενική | των | φτιαστών | των | φτιαστών | των | φτιαστών |
| αιτιατική | τους | φτιαστούς | τις | φτιαστές | τα | φτιαστά |
| κλητική | φτιαστοί | φτιαστές | φτιαστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
φτιαστός
- τεχνητός,
- προσποιητός, στημένος επίτηδες για να πραπλανήσει, κατασκευασμένος, ψεύτικος
Μεταφράσεις
φτιαστός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.