φρεσκοθερισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρεσκοθερισμένος η φρεσκοθερισμένη το φρεσκοθερισμένο
      γενική του φρεσκοθερισμένου της φρεσκοθερισμένης του φρεσκοθερισμένου
    αιτιατική τον φρεσκοθερισμένο τη φρεσκοθερισμένη το φρεσκοθερισμένο
     κλητική φρεσκοθερισμένε φρεσκοθερισμένη φρεσκοθερισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρεσκοθερισμένοι οι φρεσκοθερισμένες τα φρεσκοθερισμένα
      γενική των φρεσκοθερισμένων των φρεσκοθερισμένων των φρεσκοθερισμένων
    αιτιατική τους φρεσκοθερισμένους τις φρεσκοθερισμένες τα φρεσκοθερισμένα
     κλητική φρεσκοθερισμένοι φρεσκοθερισμένες φρεσκοθερισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φρεσκοθερισμένος < φρεσκο- + θερισμένος

Μετοχή

φρεσκοθερισμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.