φρεσκοθέριστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φρεσκοθέριστος | η | φρεσκοθέριστη | το | φρεσκοθέριστο |
| γενική | του | φρεσκοθέριστου | της | φρεσκοθέριστης | του | φρεσκοθέριστου |
| αιτιατική | τον | φρεσκοθέριστο | τη | φρεσκοθέριστη | το | φρεσκοθέριστο |
| κλητική | φρεσκοθέριστε | φρεσκοθέριστη | φρεσκοθέριστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φρεσκοθέριστοι | οι | φρεσκοθέριστες | τα | φρεσκοθέριστα |
| γενική | των | φρεσκοθέριστων | των | φρεσκοθέριστων | των | φρεσκοθέριστων |
| αιτιατική | τους | φρεσκοθέριστους | τις | φρεσκοθέριστες | τα | φρεσκοθέριστα |
| κλητική | φρεσκοθέριστοι | φρεσκοθέριστες | φρεσκοθέριστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
φρεσκοθέριστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.